Ένα λουλούδι που το έλεγαν "Ουράνιο τόξο"

 
Μια φορά και έναν καιρό σ’ ένα δάσος πολύ μακρινό υπήρχε ένα μοναδικό και σπάνιο λουλούδι που το έλεγαν Ουράνιο τόξο, γιατί ήταν ένα λουλούδι που είχε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το κόκκινο του το είχε χαρίσει μια παπαρούνα, το κίτρινο μια μαργαρίτα, το πορτοκαλί ένα χρυσάνθεμο, το πράσινο του το είχε δώσει το χορτάρι του λιβαδιού, το μπλε ένα νυχτολούλουδο και το μωβ, η καλή του φίλη, η πανέμορφη λεβάντα. Όλα τα λουλούδια είχαν δώσει πολύ γενναιόδωρα ένα απ’ τα χρωματιστά τους πέταλα κι έτσι φτιάχτηκε αυτό το ξεχωριστό λουλούδι.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Στην άλλη άκρη της γης υπήρχε ένας ξεχωριστός άνθρωπος που η μοναδική του συντροφιά ήταν τα λουλούδια. Πιο πολύ απ’ όλα αγαπούσε τα λουλούδια! Γι’ αυτό είχε έναν κήπο με κάθε λογής λουλούδι από κάθε γωνιά της γης. Όταν έμαθε πως κάπου στον κόσμο υπήρχε το μοναδικό αυτό λουλούδι που το έλεγαν Ουράνιο τόξο αποφάσισε να πάει να ψάξει και να το βρει για να το φυτέψει στον κήπο του.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Μια και δυο και χωρίς να χάσει χρόνο, πήρε λίγα πράγματα και ξεκίνησε για το μακρινό δάσος. Περπάτησε, περπάτησε... Μέρες και νύχτες... Νύχτες και μέρες, ρωτώντας για το λουλούδι του. Κανείς όμως δεν ήξερε τίποτα. Κανείς! Ώσπου μια μέρα έφτασε σε μια πολύ παράξενη πολιτεία όπου όλα ήταν μικροσκοπικά και ήταν τόσο κουρασμένος που κάθισε δίπλα σ’ ένα μικρούτσικο δεντράκι για να ξεκουραστεί και να πάρει έναν υπνάκο.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Κι εκεί που ήταν έτοιμος να κοιμηθεί, μια λεπτή σχεδόν ψιθυριστή φωνούλα ακούστηκε: "Έι ψιτ, ψιτ!" Κοίταξε από δω, κοίταξε από κει και τίποτα δεν είδε. "Έι ψιτ, ψιτ!" ακούστηκε ξανά και αυτή τη φορά ο άνθρωπος κοίταξε κάτω στα πόδια του και είδε ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι, λεπτό σαν καρφίτσα. Άπλωσε το χέρι του και το ανθρωπάκι χωρίς να φοβηθεί ανέβηκε πάνω του. "Εδώ είναι η πολιτεία των Τοσοδούτσικων", του είπε. "Εσύ πώς βρέθηκες εδώ;" "Ψάχνω το δάσος με το λουλούδι που το λένε Ουράνιο τόξο" απάντησε. "Μήπως ξέρεις πώς θα πάω εκεί;" "Και βέβαια ξέρω!", του απάντησε ο Τοσοδούτσικος που μάλλον ήταν το πιο μικρό ανθρωπάκι σ’ ολόκληρο τον κόσμο! Ήταν όμως πολύ γενναίο κι ευγενικό!
 
 
 
 
 
 
 
 
Θ’ ανέβεις τον λόφο με τις παπαρούνες που φοράνε κόκκινα καπέλα, θα κατέβεις το βουνό με τα κυκλάμινα που χορεύουν, θα σκαρφαλώσεις στον βράχο που τραγουδάει, θα περάσεις απ’ τη λίμνη με το νερό που κάνει μπουρμπουλήθρες και ύστερα θα φτάσεις στην πόλη των Γιγάντιων. Αυτοί θα σου πουν πώς θα πας στο δάσος με το λουλούδι που το λένε Ουράνιο τόξο. "Σ’ ευχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε!" είπε ο άνθρωπος. "Φεύγω αμέσως για να βρω αυτό το λουλούδι το ξεχωριστό!" "Γεια σου! Κι όποτε με χρειαστείς, έλα πάλι να με βρεις" απάντησε ο Τοσοδούτσικος χαμογελώντας.
 
 
 
 
 
 
 
 
Και πραγματικά έτσι έγινε. Ο άνθρωπος προχωρούσε, προχωρούσε... Μέρα και νύχτα... Νύχτα και μέρα... Πέρασε τον λόφο, το βουνό, τον βράχο, τη λίμνη και έφτασε στην πολιτεία των Γιγάντιων, όπου όλα ήταν τεράστια. Και πριν προλάβει να κάτσει κάτω από ένα γιγάντιο δέντρο για να ξεκουραστεί και να πάρει έναν υπνάκο, άρχισε να τρέμει η γη. Μπαμ και μπουμ! Μπουμ και μπαμ! Ένας γίγαντας στεκόταν θεόρατος μπροστά του. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά και αντίκρισε το πιο ψηλό πλάσμα που είχε δει ποτέ του! Το κεφάλι του έφθανε μέχρι τον ουρανό!









"Καλέ μου γίγαντα" του είπε," μήπως ξέρεις πώς θα βρω το δάσος με το λουλούδι το μοναδικό;"
"Και βέβαια ξέρω!" απάντησε ο Γιγάντιος. "Θα ανέβεις τον λόφο με τις μαργαρίτες που κρατάνε κίτρινες ομπρέλες, θα κατέβεις το βουνό με τα χαμομήλια που θα σε κεράσουν χαμομήλι, θα σκαρφαλώσεις στον βράχο που λέει αινίγματα με ανθρώπινη φωνή, θα περάσεις απ' τη λίμνη με το νερό που βγάζει σαπουνόφουσκες και ύστερα θα φτάσεις στο χρυσό παλάτι του βασιλιά Μακρυμούστακου. Εκεί είναι το δάσος με το λουλούδι που το λένε Ουράνιο τόξο".










"Σ' ευχαριστώ καλέ μου φίλε" είπε ο άνθρωπος. "Δεν κάνει τίποτα. Κι αν ποτέ με χρειαστείς, έλα πάλι να με βρεις" απάντησε ο καλόκαρδος γίγαντας που μάλλον ήταν ο πιο μεγάλος άνθρωπος στη γη, με το πιο μεγάλο χαμόγελο του κόσμου!
Έτσι ο άνθρωπος ξεκίνησε πάλι, χωρίς να νιώθει κουρασμένος κι ας είχε περάσει όλες αυτές τις περιπέτειες. Προχωρούσε, προχωρούσε... Πέρασε τον λόφο, το βουνό, τον βράχο, τη λίμνη και έφτασε επιτέλους στο χρυσό παλάτι του βασιλιά Μακρυμούστακου, εκεί όπου βρισκόταν το λουλούδι του.









Ο άνθρωπος μπήκε μέσα στο παλάτι και συνάντησε τον βασιλιά που καθόταν στον χρυσό του θρόνο. "Καλημέρα, βασιλιά μου!" φώναξε χαρούμενος που επιτέλους είχε φτάσει. Όμως ο βασιλιάς δεν του απάντησε και τον κοίταξε σοβαρός. "Τι ζητάς στο παλάτι μου; Χρήματα ή χρυσάφι;", αναφώνησε ύστερα από λίγο. Ο άνθρωπος του διηγήθηκε όλες του τις περιπέτειες, λέγοντάς του ότι δεν ήθελε ούτε χρήματα, ούτε χρυσάφι, αλλά το μοναδικό αυτό λουλούδι που το έλεγαν Ουράνιο τόξο.
Ο Μακρυμούστακος σκέφτηκε για λίγο και μετά με ύφος σοβαρό έβηξε, ξερόβηξε και είπε: "Αν θες πολύ το λουλούδι αυτό, τρία πράγματα θα κάνεις στο λεπτό!"
"Πρώτα, το πιο μικρό πράγμα στον κόσμο θα βρεις. Ύστερα, το πιο μεγάλο πράγμα θα μου φέρεις και τελευταία, ένα αίνιγμα θα λύσεις που δεν ξέρεις".










"Εντάξει βασιλιά μου, θα προσπαθήσω" είπε ο άνθρωπος και έφυγε τρέχοντας για να βρει αυτά που του ζήτησε. Στον δρόμο τού ήρθαν στο μυαλό όλες του οι περιπέτειες και τότε κοίταξε μπροστά του και τι να δει! Ο Γιγάντιος στεκόταν εκεί κρατώντας μέσα στην παλάμη του τον Τοσοδούτσικο. Τώρα είχε βρει το πιο μικρό και το πιο μεγάλο πράγμα στον κόσμο. Ήταν οι φίλοι που είχε αποκτήσει και είχαν έρθει για να τον βοηθήσουν. Το αίνιγμα μόνο έμενε να λύσει για ν' αποκτήσει το αγαπημένο του λουλούδι.










Χωρίς να χάσει καιρό παρουσιάστηκε ξανά μπροστά στον βασιλιά. "Σου έφερα βασιλιά μου ό,τι μου ζήτησες. Σου παρουσιάζω τους καλούς μου φίλους, τον Τοσοδούτσικο και τον Γιγάντιο". "Μπράβο σου!" είπε ο Μακρυμούστακος. "Αν λύσεις και το αίνιγμα, το λουλούδι που τόσα πέρασες για να το βρεις, θα γίνει για πάντα δικό σου". "Πες μου λοιπόν, τι είναι εκείνο που πολλά χρώματα έχει, μα το βλέπεις μόνο όταν βρέχει;"
Το αίνιγμα ήταν εύκολο. "Το ουράνο τόξο!" απάντησε ο άνθρωπος και όλοι άρχισαν να χειροκροτούν. Ύστερα όλοι μαζί πήγαν στο δάσος και ο άνθρωπος αντίκρισε για πρώτη φορά το αγαπημένο του λουλούδι κι εκείνο κούνησε τα χρωματιστά πέταλά του σα να' θελε να τον χαιρετήσει. Ο άνθρωπος δεν το έκοψε. Με τη βοήθεια του βασιλιά, του Τοσοδούτσικου και του Γιγάντιου έφτιαξε ένα πάρκο για να έρχονται όλοι οι άνθρωποι και να θαυμάζουν αυτό το ξεχωριστό λουλούδι που το έλεγαν Ουράνιο τόξο. Το πάρκο δεν είχε εισιτήριο, αλλά ο καθένας έπρεπε να φέρει ένα λουλούδι που αγαπάει.



 




Το παραμύθι αυτό γράφτηκε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου, τον Απρίλιο του 2009 και αφιερώνεται στους μαθητές μου: Δημήτρη Δ., Δημήτρη Στ., Δημήτρη Τσ., Διονύση Ζ., Έλενα Μπ., Ζέτα Κ., Θάνο Ρ., Κωνσταντίνα Ρ., Μάριο Ν., Μελίνα Τσ., Σπύρο Α., Τάσο Κ., Φωτεινή Σ., Χριστιάννα Στ., Χριστίνα Τσ., Χρυσαυγή Τζ.
 
 
 
 
 
 
 
 

Σχόλια